MANSOUR JOYCE

Δεν ορίστηκε εικόνα

Η ποιήτρια Τζόις Μανσούρ (1928-1986) γεννήθηκε στο Bowden της Αγγλίας. Η οικογένειά της ήταν από την Αίγυπτο και η ανατροφή της έγινε σύμφωνα με τις παραδόσεις της Ανατολής.

Μετά τις σπουδές της στην Αγγλία και την Ελβετία, εγκαταστάθηκε στο Κάιρο όπου ασχολήθηκε με τον αθλητισμό (υπήρξε, μάλιστα, πρωταθλήτρια Αιγύπτου στα 100 μέτρα).

Το 1947 έχασε τον πρώτο της σύζυγό μετά από σύντομη αρρώστια, έξι μήνες μετά τον γάμο τους. Το 1949 γνώρισε και παντρεύτηκε τον Σαμίρ Μανσούρ, που τη συνάντησε στις λεμβοδρομίες του Yacht Club. Μετά το γάμο της αρχίζει να μοιράζει το χρόνο της μεταξύ Καΐρου και Παρισιού και στρέφεται στην ποίηση, γράφοντας στα γαλλικά.

Πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα με τη συλλογή "Cris" ("Κραυγές", 1953), την οποία φίλοι της όπως ο Pierre Segher ενδιαφέρθηκαν να εκδώσουν. Ο Μπρετόν ενθουσιάστηκε και την αποκάλεσε "κονδυλώδες τέκνο του ανατολικού παραμυθιού" και από τότε η Μανσούρ και ο Μπρετόν έγιναν αχώριστοι φίλοι.

Το 1954 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι. Ενταγμένη στο κίνημα των σουρεαλιστών, ακολούθησαν ακόμη δεκαπέντε της βιβλία ποίησης, με κυρίαρχο ένα βίαιο, ορμητικό, συχνά λεσβιακό ερωτικό στοιχείο ("Dechirures", 1955, "Rapaces", 1960, "Carre blanc", 1966, "Les Damnations", 1967, "Phallus et momies", 1969, "Astres et desastres", 1969, "Anvil Flowers", 1970, "Predelle Alechinsky a la ligne", 1973, "Pandemonium", 1976, "Faire signe au machiniste", 1977, "Sens interdits", 1979, "Le Grand Jamais", 1981, "Jasmin d'hiver", 1982, "Flammes immobiles", 1985, "Trous noirs", 1986), τέσσερα βιβλία πεζογραφίας ("Jules Cesar", 1956, "Les Gisants satisfaits", 1958, "Ca", 1970, "Histoires nocives", 1973) και ένα θεατρικό έργο ("Le Bleu des fonds", 1968).

Πέθανε στο Παρίσι το καλοκαίρι του 1986, σε ηλικία πενηνταοκτώ ετών, από καρκίνο του μαστού.